- εμπόρφυρος
- ἐμπόρφυρος, -ον (Α)κάπως πορφυρός, ελαφρώς πορφυρός, όχι βαθύς κόκκινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπόρφυρος — inclining to purple masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρφυρον — ἐμπόρφυρος inclining to purple masc/fem acc sg ἐμπόρφυρος inclining to purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορφύρους — ἐμπόρφυρος inclining to purple masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρφυρα — ἐμπόρφυρος inclining to purple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρφυροι — ἐμπόρφυρος inclining to purple masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek